Marc, chapitres :



Texte Grec (D05)

1.

Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰηῦ Χρῦ

υἱοῦSubstantif masc sg gen.
θῦNomina Sacra, abréviation, masculin singulier, génitif.
.

2.

ὼςConjonction
γέγραπται ἐν [.] Ἠσαΐᾳ τῷ προφήτῃ, Ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου·

3.

φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ  ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Kυ, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους

τοῦArticle masc/neutre, sg, gen.
ΘῦNomina Sacra, abréviation, masculin singulier, génitif.
ὑμῶνPronom personnel, 2e du pluriel, masculin, génitif.
.

4.

ἐγένετο Ἰωάννης ἐν τῇ ἐρήμῳ [.] βαπτίζων καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

5.

καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ [.] Ἱεροσολυμεῖτε πάντες, καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν [.] Ἰορδάνῃ ὑπ' αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.

6.

ἦν δὲ [.] Ἰωάννης ἐνδεδυμένος

δέρρηνSubstantif fem. sg. acc.
καμήλου [...] καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον.

7.

καὶ

ἔλεγεν3e pers sg, imparfait ind act.
αὐτοῖςPronom pers masc/neut plur, datif
, ἐγὼ μεν ὑμᾶς
βαπτίζω1ère pers. sg. prés. ind. act.
ἐνPréposition
ὕδατι,
ἔρχεται δὲ ὀπίσω μου ὁ ἰσχυρότερός μου οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς [.] λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ.

8.

καὶ αὐτὸς ὑμᾶς

βαπτίζει3e pers sg pres. ind act.
ἐν πνεύματι ἁγίῳ.

9.

Καὶ ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἦλθεν

Article masc sg nom.
Ἰης ἀπὸ Ναζαρὲθ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη [ε]ἰς
τὴνArticle fem. sg. nom.
Ἰορδάνην ὑπὸ Ἰωάννου.

10.

καὶ [.] ἀναβαίνων ἐκ τοῦ ὕδατος εἶδεν ἠνυγμένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον εἰς αὐτόν,

11.

καὶ φωνὴ [.] ἐκ τῶν οὐρανῶν· Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.

12.

Καὶ εὐθέως τὸ πνεῦμα

τὸArticle neut. sg. nom/acc.
ἅγιονAdjectif neutre singulier, nominatif/accusatif.
ἐκβάλλει αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον.

13.

καὶ ἦν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας μ καὶ πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ.

14.

καὶ μετὰ τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰης εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον

τῆςArticle fem. sg. gen.
βασιλείαςSubstantif fem. sg. gen.
τοῦ Θῦ.

15.

[.] λέγων ὅτι

πεπλήρωνται3e personne du pluriel, indicatif parfait moyen/passif
ιArticle masc. plur. nom.
καιροSubstantif, masc. plur. nom.
καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θῦ: μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.

16.

Καὶ παράγων παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν

τὸνArticle masc sg acc.
Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦPronom possessif masc. sg. gen.
ἀμφιβάλλοντας
τὰArticle pluriel neutre, nom/acc.
δίκτυαSubstantif neutre pluriel, nom/acc.
ἐν τῇ θαλάσσῃ: ἦσαν γὰρ ἁλειεῖς.

17.

καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰης· Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων.

18.

καὶ εὐθέως ἀφέντες

πάνταAdjectif pluriel neutre, nominatif/accusatif
ἠκολούθησαν αὐτῷ.

19.

Καὶ προσβὰς ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα.

20.

καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβαιδέον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν

ἠκολούθησαν3eme pers pl aor ind act.
αὐτῷ.

21.

Καὶ

εἰσεπορεύοντο3e pers pl imparfait, ind moy/pass.
εἰς Καφαρναούμ. καὶ εὐθέως τοῖς σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν ἐδίδασκεν
αὐτοὺςPronom pers masc plur acc.
.

22.

καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ, ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων [.] οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.

23.

καὶ [.] ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ [.] ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ ἐνέκραξεν,

24.

λέγων· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰηῦ Ναζαρηναί ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς ; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θῦ.

25.

καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ [..] λέγων, Φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐκ

τοῦArticle masc/neutre, sg, gen.
ἀνθρώπουSubstantif masc sg gen.
,
πνεῦμαSubstantif neut. sg. nom/acc.
ἀκάθαρτονAdjectif masculin ou neutre singulier, nominatif ou accusatif.
.

26.

καὶ

ἐξῆλθεν3e personne du singulier, indicatif aoriste actif.
τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον
σπαράξαςParticipe aoriste actif, masculin singulier, nominatif.
αὐτὸν καὶ
κράξαςParticipe aoriste actif, masculin singulier, nominatif.
φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν
ἀπ᾿Préposition
αὐτοῦ.

27.

καὶ

ἐθάμβησαν3eme pers pl aor ind act.
πάντεςAdjectif, masculin pluriel, nominatif.
, ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας,[..]
ΤίςPronom pers. masc. sg. nom.
Article fem sg acc.
διδαχὴ
ἐκείνηAdjectif féminin singulier, nominatif.
Article fem sg acc.
καινὴ
αὕτηAdjectif féminin singulier, nominatif.
Article fem sg acc.
ἐξουσία ὅτι καὶ τοῖς πνεύνα[σι] τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ;

29.

ἐξελθὼνParticipe aoriste actif, masculin singulier, nominatif.
δὲ [.] ἐκ τῆς συναγωγῆς
ἦλθεν3e personne du singulier, indicatif aoriste actif.
εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάνου.

30.

κατέκειτο δὲ ἡ πενθερὰ Σίμωνος πυρέσσουσα, καὶ εὐθὺς λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς.

31.

καὶ προσελθὼν ἐκτείνας

τὴνArticle fem. sg. nom.
χεῖραSubstantif fem. sg. acc.
, κρατήσας ἤγειρεν αὐτὴν καὶ εὐθέως ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός, καὶ διηκόνει αὐτοῖς.

32.

Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυσεν ὁ ἥλιος,

ἐφέροσαν3eme pers pl aor ind act.
πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας
νόσοιςSubstantif féminin pluriel, datif
ποικίλαιςAdjectif féminin pluriel, datif.
καὶ τοὺς δαιμονιζομένους:

33.

καὶ ἦν ὅλη ἡ πόλις ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν

αὐτοῦPronom possessif masc. sg. gen.

34.

a) καὶ ἐθεράπευσεν

αὐτοὺςPronom pers masc plur acc.
[...] καὶ
τοὺςArticle masculin pluriel, accusatif.
δαιμόνιαSubstantif neutre pluriel, nom/acc.
ἔχοντας [.] ἐξέβαλεν
αὐτὰPronom neutre pluriel, nominatif/accusatif.
,
ἀπ᾿Préposition
αὐτῶν καὶ οὐκ ἤφιεν
αὐτὰPronom neutre pluriel, nominatif/accusatif.
λαλεῖν [ὅ]τι ᾔιδ[ε]ισαν αὐτόν. b) καὶ ἐθεράπευσεν πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλεν.

35.

Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν [.] ἐξῆλθεν καὶ ἀπῆλθεν εἰς

τὸνArticle masc sg acc.
ἔρημον τόπον καὶ ἐκεῖ
προσηύξετο3e pers. sg imparf. ind. moy/passif.
.

36.

 καὶ

κατεδίωξαν3eme pers pl aor ind act.
αὐτὸν
τὸτεAdverbe
, Σίμων καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ.

37.

καὶ

ὅτεConjonction
εὗρον αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ ὅτι Πάντες ζητοῦσίν σε.

38.

καὶ λέγει αὐτοῖς, Ἄγωμεν [.] εἰς τὰς

ἐνγὺςAdverbe
κώμαςSubstantif féminin pluriel accusatif
καὶ
εἰςPréposition
τὰςArticle féminin pluriel, accusatif.
πόλειςSubstantif féminin pluriel accusatif
, ἵνα κάκεῖ κηρύξω: εἰς τοῦτο γὰρ
ἐξελήλυθαIere personne du singulier, parfait de l'indicatif actif.
.

39.

καὶ

ἦν3e pers sg, imparfait ind act.
κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλειλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων.

40.

Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς

ἐρωτῶνparticipe pres. act. masc. sg. nomin.
αὐτὸν καὶ λέγων [..] Ἐὰν
θέλεις2e pers. pl. prés. ind. act.
δύνασαί με καθαρίσαι.

41.

καὶ

ὀργισθεὶςParticipe aor pass, nom sg.
ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ, Θέλω, καθαρίσθητι:

42.

 καὶ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη.

43.

καὶ ἐνεβρισάμενος αὐτῷ εὐθὺς ἐξέβαλεν αὐτόν.

44.

καὶ λέγει αὐτῷ, Ορα μηδενὶ [.] εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ καὶ προσένενκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξεν Μωϋσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.

45.

ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν [.] καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε μηκέτι [.] δύνασθαι φανερῶς εἰσελθεῖν εἰς πόλιν , ἀλλ ἔξω

ἐνPréposition
ἐρήμοις τόποις ἦν: καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πάντοθεν.