Marc, chapitres :



Texte Grec (D05)

1.

Καὶ εἰσῆλθεν πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος

ξηρὰνAdjectif fem. sg. acc.
ἔχων τὴν χεῖρα.

2.

καὶ

παρετήρουντο3e pers pl imparfait, ind moy/pass.
αὐτὸν εἰ
ἐνPréposition
τοῖς σάββασιν θεραπεύσει [.], ἵνα
κατηγορήσουσιν3e pers. plur. aor. subj. act.
αὐτόνPronom masculin singulier, accusatif.
.

3.

καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἔχοντι τὴν χεῖρα

ἐξηραμμένηνParticipe parfait, accusatif singulier, moyen/passif.
· Ἔγειρε καὶ
στήθει2e personne du singulier, Impératif aoriste actif.
ἐνPréposition
μέσῳAdjectif masculin / neutre, singulier, datif
.

4.

καὶ

εἶπεν3e personne du singulier, indicatif aoriste actif.
πρὸςPréposition
αὐτούςPronom pers masc plur acc.
· Ἔξεστιν
ἐνPréposition
τοῖς σάββασιν
τιPronom neut sg nom/acc.
ἀγαθόν ποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι
μᾶλλονAdverbe
ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων.

5.

καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ' ὀργῆς, συνλυπούμενος ἐπὶ τῇ

νεκρώσειSubstantif féminin singulier, datif.
τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά
σουPronom personnel,  2ème personne du singulier, masculin/feminin, genitif .
. καὶ ἐξέτεινεν, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ εὐθέως.

6.

ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι [.] μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν συμβούλιον

ποιοῦντεςParticipe présent actif, masculin pluriel, nominatif.
κατ' αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν.

7.

δὲ Ἰης μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἀνεχώρησεν

εἰςPréposition
τὴν θάλασσαν· καὶ
πολὺςAdjectif nom. masc sg.
ὄχλοςSubstantif, masculin singulier, nominatif.
ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας [..]

8.

καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ [.] τῆς Ἰδουμέας καὶ

οἱArticle masc. plur. nom.
πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ
οἱArticle masc. plur. nom.
περὶ Τύρον καὶ
οἱArticle masc. plur. nom.
περὶPréposition
Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες
Pronom neutre pluriel, nominatif/accusatif.
ἐποίει, ἦλθαν πρὸς αὐτόν.

9.

καὶ εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν

πολλοίAdjectif, masculin pluriel, nominatif.
·

10.

πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν

ἐνPréposition
αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας·

11.

καὶ [.] πνα [.] ἀκάθαρτα, ὅταν οὖν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντες [.] Σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θῦ.

12.

καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ αὐτὸν φανερὸν

ποιῶσιν3e personne du pluriel, présent du subjonctif, actif.
.

13.

Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ

ῆλθον3eme pers pl aor ind act.
πρὸς αὐτόν.

14.

καὶ ἐποίησεν ἵνα ὦσι δώδεκα μετ' αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν

τὸArticle neut. sg. nom/acc.
εὐαγγέλιονSubstantif masc sg, acc.
.

15.

καὶ

ἔδοκεν3e personne du singulier, indicatif aoriste actif.
αὐτοὶςPronom réfléchi, masculin, 3e pers. du pluriel, datif.
ἐξουσίαν
θεραπεύεινInfinitif  présent, actif
τὰςArticle féminin pluriel, accusatif.
νόσουςSubstantif féminin pluriel accusatif
καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια·

16.

καὶ ἐπέθηκεν [.] Σίμωνι ὄνομα Πέτρον.

17.

καὶ τὸν Ἰάκωβον τοῦ Ζεβεδαίου καὶ

τὸνArticle masc sg acc.
Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόμα Βοανεργής, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς·

18.

καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Μαθθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖον καὶ Σίμωνα τὸ Καναναῖον.

19.

καὶ Ἰούδας ΣκαριώΘ, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν.

20.

Καὶ εἰσέρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν

Article masc sg nom.
ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι [.] μητ
ἄρτουςSubstantif pluriel masculin nominatif/accusatif.
φαγεῖν.

21.

καὶ

ὅτεConjonction
ἤκουσαν3eme pers pl aor ind act.
περὶPréposition
αὐτοῦPronom possessif masc. sg. gen.
οἱArticle masc. plur. nom.
γραμματεῖςSubstantif, masc. plur. nom.
καὶ
οἱArticle masc. plur. nom.
λοιποίAdjectif, masculin pluriel, nominatif.
ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι
ἐξίσταται3eme pers. sg. prés. ind. moy/passif.
αὐτούςPronom pers masc plur acc.
.

22.

καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.

23.

καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν

Article masc sg nom.
ΚςNomina sacra, abréviation du nominatif Ἰησοῦς.
ἸηςNomina sacra, abréviation du nominatif Ἰησοῦς.
· Πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλειν;

24.

καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ' ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη·

25.

καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ' ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται οἰκία ἐκείνη

ἑστάναιInfinitif parfait actif.
.

26.

καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς

σατανᾶνSubstantif masc sg, acc.
ἐκβάλλει3e pers sg pres. ind act.
μεμέρισται εφ᾽ἐαυτὸν, οὐ δύναται σταθῆναι
Article fem sg acc.
βασιλείαSubstantif fem. sg. nom.
αὐτοῦPronom possessif masc. sg. gen.
ἀλλὰ τὸ τέλος ἔχει.

27.

[..] οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν [.] διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ

διαρπάζει3e pers sg pres. ind act.
.

28.

Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ [.] βλασφημίαι
ὅσα ἂν βλασφημήσωσιν·

29.

ὃς ἂν δέ τις βλασφημήσῃ [.] τὸ Πνα τὸ ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν [...] ἀλλὰ ἔνοχός

ἔσται3e pers sg, fut ind act.
αἰωνίου
ἁμαρτίαςSubstantif fem. sg. gen.
·

30.

ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον

ἔχεινInfinitif  présent, actif
.

31.

καὶ ἔρχεται ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω

ἑστῶτεςParticipe parfait, pluriel, nominatif, actif.
ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν
φωνοῦντεςParticipe présent actif, masculin pluriel, nominatif.
αὐτόν.

32.

καὶ ἐκάθητο

πρὸςPréposition
τὸνArticle masc sg acc.
ὄχλονSubstantif masc sg, acc.
· καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου καὶ αἱ ἀδελφαι σου ἔξω ζητοῦσίν σε.

33.

καὶ

ἀπεκρίθη3eme personne du singulier, indicatif  aoriste passif.
αὐτοῖς
λέγωνparticipe pres. act. masc. sg. nomin.
· Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἀδελφοί [.] ;

34.

καὶ περιβλεψάμενος τοὺς [..] κύκλῳ καθημένους

εἶπεν3e personne du singulier, indicatif aoriste actif.
·
Ἰδοὺ2eme personne du singulier, Impératif aoriste moyen.
ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·

35.

ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θῦ, οὗτος μου ἀδελφός καὶ ἀδελφή καὶ μήτηρ ἐστίν.