Marc, chapitres :



Texte Grec (D05)

1.

καὶ ἤρξατο πάλιν διδάσκειν

πρὸςPréposition
τὴν θάλασσαν καὶ
συνήχθη3eme personne du singulier, indicatif  aoriste passif.
πρὸς αὐτὸν
Article masc sg nom.
λαὸςSubstantif, masculin singulier, nominatif.
πολύςAdjectif nom. masc sg.
ὥστε αὐτὸν εἰς
τὸArticle neut. sg. nom/acc.
πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι
πέρανAdverbe
τῆςArticle fem. sg. gen.
θαλάσσηςSubstantif fem. sg. gen.
καὶ πᾶς ὁ ὄχλος
πέρανAdverbe
τῆςArticle fem. sg. gen.
θαλάσσηςSubstantif fem. sg. gen.
ἦν3e pers sg, imparfait ind act.
[...].

2.

καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς

πολλαῖςAdjectif féminin pluriel, datif.
καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·

3.

ἀκούετε, ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων [.].

4.

καὶ [.] ἐν τῷ

σπείραιInfinitif aoriste actif.
ὃ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν καὶ ἦλθαν τὰ πετεινὰ
τοῦArticle masc/neutre, sg, gen.
οὐρανοῦSubstantif masc sg gen.
καὶ κατέφαγαν αὐτό

5.

καὶ

ἄλλαPronom neutre pluriel, nominatif/accusatif.
ἔπεσαν3eme pers pl aor ind act.
ἐπὶ
τὰArticle pluriel neutre, nom/acc.
πετρώδηAdjectif pluriel neutre, nominatif/accusatif
καὶ
ὅτιConjonction
οὐκ εἶχεν γῆν πολλήν καὶ εὐθὺς ἐξανέτειλεν διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος
τὴνArticle fem. sg. nom.
γῆνSubstantif fem. sg. acc.
.

6.

καὶ ὅτε ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος

ἐκαυματίσθησαν3eme personne du singulier, indicatif  aoriste passif.
καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν
ἐξηράνθησαν.Adjectif pluriel neutre, nominatif/accusatif

7.

καὶ ἄλλο ἔπεσεν

ἐπὶPréposition
τὰς ἀκάνθας καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκεν.

8.

καὶ

ἄλλοPronom neut sg nom/acc.
ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλήν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ
αὐξανόμενονParticipe présent, neutre singulier, moyen-passif.
καὶ
φέρει3e pers sg pres. ind act.
ἓν ·λ· καὶ ἓν ·ξ· καὶ ἓν ·ρ.

9.

καὶ ἔλεγεν ὃς ἔχει ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω καὶ

Article masc sg nom.
συνείωνparticipe pres. act. masc. sg. nomin.
συνέιετω3e pers. du singulier, impératif présent actif.

10.

καὶ ὅτε ἐγένετο κατὰ μόνας

ἐπηρώτων3e personne du pluriel, imparfait indicatif actif.
αὐτὸν οἱ
μαθηταὶSubstantif, masc. plur. nom.
αὐτοῦPronom possessif masc. sg. gen.
τιςPronom interrogatif, nominatif singulier, masc/féminin.
Article fem sg acc.
παραβολὴSubstantif fem. sg. nom.
αὐτὴAdjectif féminin singulier, nominatif.
.

 

11.

καὶ

λέγει3e pers sg pres. ind act.
αὐτοῖς ὑμῖν δέδοται
γνῶναιInfinitif aoriste actif.
τὸ μυστήριον τῆς βασιλείας τοῦ Θῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς [.] πάντα
λέγεται3eme pers. sg. prés. ind. moy/passif.
,

12.

ἵνα βλέποντες βλέπωσιν καὶ μὴ ἴδωσιν, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσιν καὶ μὴ

συνσιν3e personne du pluriel, présent du subjonctif, actif.
μήποτε ἐπιστρέψωσιν καὶ
ἀφήσω1ère personne du singulier du futur, indicatif passif.
αὐτοῖς
τὰArticle pluriel neutre, nom/acc.
ἁμαρτήματαSubstantif neutre pluriel, nom/acc.
.

13.

καὶ λέγει αὐτοῖς οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθαι;

14.

ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει.

15.

οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν· οἳς σπείρεται ὁ λόγος καὶ ὅταν ἀκού(σ)ωσιν εὐθέως ἔρχεται ὁ Σατανᾶς καὶ

ἀφέρει3e pers sg pres. ind act.
τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον
ἐνPréposition
ταῖςArticle féminin pluriel, datif
καρδίαιςSubstantif féminin pluriel, datif
αὐτῶνPronom possessif masculin, féminin, neutre pluriel, génitif.
.

16.

καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδης σπειρόμενοι οἳ ὅταν ἀκούσωσιν τὸν λόγον [.] μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν.

17.

καὶ οὐκ ἔχουσιν ῥίζαν ἐν ἑαυτοῖς ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν εἶτα γενομένης θλίψεως καὶ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον εὐθέως

σκανδαλισθήσονται.3e personne du pluriel, indicatif futur passif.

18.

καὶ ἄλλοι εἰσὶν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον ἀκούσαντες,

19.

καὶ αἱ μέριμναις τοῦ

βίουSubstantif masc sg gen.
καὶ [.] ἀπάται
τοῦArticle masc/neutre, sg, gen.
κόσμουSubstantif masc sg gen.
[....] εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσιν τὸν λόγον καὶ
ἄκαρποιAdjectif masculin ou féminin pluriel, nominatif.
γίνονται3e personne du pluriel, indicatif présent moyen/passif.
.

20.

καὶ

οὗτοὶPronom démonstratif masculin pluriel, nominatif
εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες οἵτινες ἀκούουσιν τὸν λόγον καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦσιν ἓν ·λ· καὶ ἓν ·ξ· καὶ ἓν ·ρ.

21.

καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς μήτι

ἅπτεται3eme pers. sg. prés. ind. moy/passif.
ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην καὶ οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν τεθῇ;

22.

οὐ γάρ ἐστιν κρυπτὸν

ἀλλ᾽Adverbe
ἵνα φανερωθῇ οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ' ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν.

23.

εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

24.

καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς βλέπετε

τὰPronom démonstratif neutre pluriel, nominatif/accusatif.
ἀκούετε ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν.

25.

ὃς γὰρ ἂν ἔχει

προστεθήσεται3e personne du singulier, indicatif  futur passif.
αὐτῷ καὶ ὃς οὐκ ἔχει καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ.

26.

καὶ ἔλεγεν οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θῦ ὡς ἄνθρωπος [.] σπόρον βάλῃ ἐπὶ τῆς γῆς,

27.

καὶ καθεύδῃ καὶ

ἐγερθῇ3e personne du singulier, aoriste subjonctif passif.
νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ὁ σπόρος βλαστᾷ καὶ
μηκύνεται3eme pers sg. subj. aor moy.
ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός,

28.

ὅτιConjonction
αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ πρῶτον χόρτον εἶτα
στάχυαςSubstantif pluriel masculin nominatif/accusatif.
εἶτα πλήρης
Article masc sg nom.
σεῖτοςSubstantif, masculin singulier, nominatif.
ἐν τῷ στάχυϊ,

29.

καὶ ὅταν παραδοῖ ὁ καρπός εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός.

30.

καὶ ἔλεγεν

τίνιPronom interrogatif, datif singulier.
ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θῦ ἢ ἐν
ποίᾳAdjectif féminin singulier, datif.
παραβολῇ
παραβάλῶμεν1ère personne du pluriel, aoriste subjonctif actif .
αὐτὴν;

31.

ὁμοίαAdjectif féminin singulier, nominatif.
ἐστιν3e pers sg pres. ind act.
κόκκῳ σινάπεως
Pronom neut sg nom/acc.
ὅτιConjonction
ἂν σπαρῇ ἐπὶ
τὴνArticle fem. sg. nom.
γῆνSubstantif fem. sg. acc.
μικρότερον
ἐστιν3e pers sg pres. ind act.
πάντων τῶν σπερμάτων
Pronom neutre pluriel, nominatif/accusatif.
εἰσιν3e personne du pluriel, indicatif présent actif.
ἐπὶ τῆς γῆς,

32.

[...] καὶ γίνεται

μεῖζωνAdjectif nom. masc sg.
πάντων τῶν λαχάνων καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν.

33.

καὶ τοιαύταις πολλαῖς παραβολαῖς ἐλάλει [.] τὸν λόγον καθὼς

δύναντο3e pers pl imparfait, ind moy/pass.
ἀκούειν.

34.

χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς

αὐτοῦPronom possessif masc. sg. gen.
ἐπέλυεν
αὐτάςPronom possessif, 3e personne, féminin pluriel, accusatif.
.

35.

καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν.

36.

καὶ

ἀφίουσιν3e personne du pluriel, indicatif présent actif.
τὸν ὄχλον καὶ παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ καὶ
ἄλλαιAdjectif féminin pluriel, nominatif.
δὲ πλοῖα
πολλαίAdjectif féminin pluriel, nominatif.
ἦσαν3e personne du pluriel, imparfait indicatif actif.
μετ' αὐτοῦ.

37.

καὶ

ἐγένετο3e personne du singulier, indicatif, aoriste, moyen.
λαῖλαψ μεγάλη ἀνέμου καὶ τὰ κύματα
έβαλεν3e personne du singulier, indicatif aoriste actif.
εἰς τὸ πλοῖον ὥστε ἤδη γεμίζεσθαι τὸ πλοῖον.

38.

καὶ ἦν αὐτὸς ἐν τῇ πρύμνῃ ἐπὶ [.]

προσκαιφάλαιουSubstantif neutre, sg, gen.
καθεύδων καὶ
διεγείραντεςParticipe présent actif, masculin pluriel, nominatif.
αὐτὸν [.] λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα;

39.

καὶ γερθεὶς ἐπετείμησεν τῷ ἀνέμῳ καὶ τῇ θαλάσσῃ καὶ εἶπεν σιώπα καὶ

φιμώθητι2nd personne du singulier, aoriste impératif passif.
καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.

40.

καὶ εἶπεν αὐτοῖς τί δειλοί ἐστε οὔπω ἔχετε πίστιν;

41.

καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους τίς ἄρα ἐστιν οὗτός ὅτι καὶ ἡ θάλασσα καὶ

οἱArticle masc. plur. nom.
ἄνεμοιSubstantif, masc. plur. nom.
ὑπακούουσιν3e personne du pluriel, indicatif présent actif.
αὐτῷ.